- κάτοψις
- κάτοψις, εως, ἡ,A sight, Epicur.Nat.11.4, 7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατόψει — κάτοψις sight fem nom/voc/acc dual (attic epic) κατόψεϊ , κάτοψις sight fem dat sg (epic) κάτοψις sight fem dat sg (attic ionic) καθοράω look down fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόψεσι — κάτοψις sight fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόψηι — κάτοψις sight fem dat sg (epic) κατόψῃ , καθοράω look down aor subj mid 2nd sg κατόψῃ , καθοράω look down fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτοψιν — κάτοψις sight fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτοψη — η (Α κάτοψις) νεοελλ. 1. όψη από πάνω προς τα κάτω, θέα κάποιου πράγματος από ψηλά 2. τεχνολ. η ορθή προβολή ενός αντικειμένου κατά τον σχεδιασμό του σε ένα οριζόντιο επίπεδο, το σχέδιο οικοδομήματος σε οριζόντια τομή αρχ. όψη … Dictionary of Greek
κατόψῃ — κατόψηι , κάτοψις sight fem dat sg (epic) καθοράω look down aor subj mid 2nd sg καθοράω look down fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)